ωραιόπτερος

ωραιόπτερος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ωραία φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + -πτερος (< πτερόν). Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”